Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Αγαπημένοι μου φίλοι γεια σας!

Σας ευχαριστώ που επισκέπτεστε το blog μου και ελπίζω να απολαύσετε την περιπέτεια του Χριστόφορου. Η αλήθεια είναι πως ο Χριστόφορος γεννήθηκε στη φαντασία μου χωρίς να με ρωτήσει κι απλά μου ψιθύριζε : Γράψε.. γράψε για να μάθουν οι πολλοί τι μυστικά και υπέροχα υπάρχουν σε αυτή την όμορφη Ελλάδα και ότι οι μύθοι και οι θρύλοι συνεχίζονται και δένουν το χθες με το σήμερα. Κι εγώ απλά έγραψα.


Σύντομη Περιγραφή του Βιβλίου

Ο Χριστόφορος ζει σαν ένας κοινός έφηβος αν και η γέννησή του είναι ένα καλά κρυμμένο μυστήριο. Εκείνο το καλοκαίρι όμως, στα 14 χρόνια του, η ζωή του αλλάζει για πάντα….

Μια νύχτα κι ενώ απολαμβάνει τις διακοπές του σε κάποια ελληνική παραλία, ένας παράξενος βαρκάρης τον μεταφέρει από τους Μυριάδες Ποταμούς σε μια κατασκήνωση εξωγήινων από τον πλανήτη Ίωνα, με προέλευση πίσω στην αρχαία Ελλάδα. Εκεί γνωρίζει τον περίεργο πολιτισμό τους, τις τροφές τους, τις συνήθειες και τις δεξιότητές τους, τους Είλωτες και τα κυώνια τους και προ πάντων τον κοινό ισχυρό εχθρό τους, τον Αποστάτη Nominos.
Το μέλλον του πλανήτη Ίωνα, τα παιδιά της κατασκήνωσης εξαρτώνται από τον Χριστόφορο: είναι ο μοναδικός που μπορεί να φέρει το Φυλαχτό του Ποσειδώνα και να ανοίξει τη γαλαξιακή πύλη. Αλλά εκείνος είναι μόνο ένα αγόρι. Δεν είναι έτοιμος. Και όμως, θα δοκιμάσει!
Θα περάσει από τον πραγματικό και το φανταστικό κόσμο. Θα ταξιδέψει από τους Δελφούς, στη Σαντορίνη και την Κρήτη για να βρει το Φυλαχτό. Ο Χριστόφορος θα συναντήσει την Πυθία και τους Κενταύρους. Θα χορέψει συρτάκι και θα παλέψει με τον Τάλω, τους Τρίτωνες και τη Λήθη. Θα βρει τον αληθινό λόγο του θανάτου της μητέρας του. Θα τον κυνηγήσουν οι Κυλωνιστές και ο Αποστάτης. Θα τον αποκαλούν το τρίστερο παλικάρι, αλλά δεν γνωρίζει τις μυστηριώδεις δυνάμεις του. Έχει ισχυρούς εχθρούς, αληθινούς φίλους, την αιώνια αισθησιακή Γαία και την εξωτική Αφροδίτη να τον βοηθούν.Έχει μόνο έξι ημέρες και έναν χρησμό να λύσει, αλλιώς πολλοί θα πεθάνουν και άλλοι θα χαθούν με φρίχτό τρόπο!!!

Α΄ ΜΕΡΟΣ : ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΠΑΡΑΞΕΝΗ - ΚΙ ΑΟΡΑΤΗ - ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ

Ποιος περπατά στο νερό;
Ο Χριστόφορος κλωτσούσε θυμωμένα τον αφρό του κύματος, με τα μάτια στραμμένα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, χαμένος στις σκέψεις του. Πλάι του, ο αδερφός του, ο Νέστορας, του έριχνε κλεφτές ματιές μη τολμώντας να μιλήσει. Ήταν τέσσερις το μεσημέρι, μέσα Ιουλίου και όμως ο ουρανός ήταν σκοτεινός και η θάλασσα βογκούσε και άφριζε, θυμωμένη κι αυτή, ίσως με τον ήλιο που κρυβόταν πίσω από τα βαριά σύννεφα. Του άρεσε του Χριστόφορου η Μεσόγειος. Αγαπούσε να κολυμπά και να γυμνάζεται κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο. Όμως, αυτό το θέαμα του σκοτεινού και αγριεμένου πελάγους τον ενθουσίαζε και μιλούσε βαθιά μέσα στην καρδιά του, την επαναστατημένη και ατίθαση. Ο Χριστόφορος ήταν τώρα δεκατεσσάρων, αλλά η κορμοστασιά του θύμιζε ήδη τους αρχαίους ελληνικούς θεούς.

«Μα να με προσβάλει έτσι μπροστά στην Αθηνά!» είπε ξαφνικά και ο Νέστορας δεν κατάλαβε αν μιλούσε σ’ αυτόν ή στον εαυτό του και προτίμησε να μην απαντήσει. «Τον άκουσα Νέστορα! Ο Χριστόφορος είναι μικρός ακόμη, δεν μπορεί να έρθει στη κρουαζιέρα σας, δεσποινίς …… Σας ευχαριστούμε όμως πολύ! Κι έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς καν να μου επιτρέψει να μιλήσω μαζί της! »

Ο Νέστορας κούνησε το κεφάλι. Η Αθηνά ήταν η καλύτερη φίλη του αδερφού του, αλλά και κόρη του πλουσιότερου εφοπλιστή της Ελλάδας! «Πράγματι, απαράδεκτη συμπεριφορά!» τόλμησε να πει.


Τα μαλλιά του Χριστόφορου, καστανόξανθα δαχτυλίδια κυμάτιζαν στον αέρα, και τα χρυσαφένια μάτια του ήταν γεμάτα θυμό και οργή. Αφημένα κάτω έδερναν το πρόσωπό του και ενοχλούσαν τα αγριεμένα πανέμορφα μάτια του. «Αχ Νέστορα! Γιατί συμπεριφέρεται έτσι!» είπε μόνο κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. Στο γυμνό σώμα του που τραντάζονταν από το θυμό έλαμπαν σταγόνες θαλασσινού νερού. Ο Νέστορας κάρφωσε τα μάτια του σε εκείνα τα τρία μικροσκοπικά αστέρια, σχεδόν ασημογάλαζα, σπαρμένα στη σειρά στην πλάτη του. Ήταν τόσο όμορφα που οι φίλοι του τα έπαιρναν για τατουάζ. Θυμήθηκε πάλι τα λόγια που τυχαία είχε ακούσει να λέει ο πατέρας του «Με βασανίζουν Αντέλ αυτά τα καταραμένα αστέρια, με βασανίζουν πολύ!» Δεν καταλάβαινε όμως.


Ο Χριστόφορος ήθελε να μείνει μόνος «Νέστορα, σε παρακαλώ…!» είπε μονάχα. Το αγόρι σήκωσε τους ώμους κι έτρεξε προς το σπίτι. Ο Χριστόφορος ανάπνευσε με ανακούφιση. Ήθελε να κλάψει. Αν ήταν πιο μικρός θα επέτρεπε τα δάκρυα να κυλήσουν – μα όχι πια! Η διάθεσή του έμοιαζε τόσο πολύ με εκείνη της θάλασσας! Στα 14 του, ένοιωθε άντρας σωστός, ο κόσμος ήταν δικός του και ήθελε να το ξέρουν! Όλοι το έλεγαν: «Κύριε Δουκάτε (όχι D, but Δ, like the th in the English word this επέμενε πάντα ο Δουκάτος, υποστηρίζοντας ότι τα ονόματα δεν πρέπει να τα αλλοιώνει η προφορά των άλλων λαών!!), ο γιος σας είναι φαινόμενο. Έξυπνος, όμορφος, δραστήριος, άντρας από τώρα». Κι όμως ο πατέρας του απλά κουνούσε σκεφτικά το κεφάλι και δεχόταν τους επαίνους χωρίς ενθουσιασμό. Ο Χριστόφορος βαθιά μέσα του πικραίνονταν. Ο πατέρας του ποτέ δεν τον αγκάλιασε, ποτέ δεν τον χάιδεψε, σχεδόν ποτέ δεν τον φώναξε με το όνομά του. «Κύριε!» Ναι! Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, έτσι τον αποκαλούσε. «Κύριε!» Όσο ευτυχισμένος και γλυκομίλητος ήταν με το δεύτερο γιο του, το Νέστορα, τόσο σκοτεινός και απόμακρος ήταν μαζί του. Και τώρα αυτό!


Έσφιξε τα μάτια του. Σκέφτηκε να την πάρει στο κινητό, αλλά ντρεπόταν από τώρα να ακούσει τη φωνή της. Το μικρό το παιδί! Δεν το αφήνει ο μπαμπάς! Και θα το μάθαινε κι όλη η παρέα! Ο Χριστόφορος γνώριζε την Αθηνά από τότε που ήταν παιδιά. Οι γονείς του τον έστελναν μαζί με τον αδελφό του, το Νέστορα να παραθερίσει σε αυτό το απομονωμένο κάπως θέρετρο, με την απαράμιλλη ομορφιά, σχεδόν από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Κάπου- κάπου ερχόταν και αυτοί κι έμεναν λίγες μέρες. Με την Αθηνά μεγάλωναν μαζί. Όλο το χειμώνα επικοινωνούσαν κυρίως με e-mail και μηνύματα στο κινητό και στις αρχές του Ιουλίου έδιναν το ραντεβού τους στο μυστικό τους ορμητήριο. Τα καλοκαίρια του Χριστόφορου ήταν η φυγή από μια ιδιαίτερα επίπονη πραγματικότητα. Εδώ έβρισκε την αγάπη στο πρόσωπο του κυρ Νικόλα και της «μαμάς» Όλγας, που τους φρόντιζαν, τη ζεστασιά της μεσογειακής φιλοξενίας, την αγκαλιά και τη γεύση του αλατιού της θάλασσας και της αμμουδιάς, την ξενοιασιά και την ευτυχία. Εδώ δεν έφτανε το παγερό βλέμμα του πατέρα, ούτε η γεμάτη συγκατάβαση έκφραση της μητέρας – όπως είχε επιβάλει ο πατέρας να αποκαλεί τη μητριά του – αλλά μόνον τα ζεστά μάτια του Νέστορα και το γλυκό χαμόγελο της Αθηνάς.


Ο Χριστόφορος προσπάθησε να ξεχαστεί. Τα σπαστά καστανόξανθα μαλλιά του ανέμιζαν στο δυνατό αέρα, ενώ ο αφρός του κύματος τον μούσκευε ολάκερο. Τα μάτια του είχαν κολλήσει ίσα μπροστά του, στο αφρισμένο κύμα, σα να ήθελε να παλέψει μαζί του. Κι εκείνο όλο και θέριευε!Ξαφνικά ένας δυνατός θόρυβος, σαν εκκωφαντική βροντή, τον έκανε να στρέψει το βλέμμα του μέσα στη θάλασσα. Ένα ζωντανό πλάσμα φαινόταν να χάνεται στα αγριεμένα κύματα, δυο χέρια ξεχώριζαν ψηλά, σαν να ικέτευαν. «Θεέ μου, κάποιος πνίγεται!», φώναξε μέσα του, αλλά πριν προλάβει καν να κινηθεί, να βουτήξει, να σώσει το δύστυχο εκείνο θύμα των κυμάτων, το πλάσμα σηκώθηκε όρθιο και άρχισε να περπατά πάνω στο νερό, λίγο αδέξια και προσεκτικά, αλλά περπατούσε, ο Χριστόφορος ήταν σίγουρος για αυτό! …Άφωνος έμεινε να κοιτάζει την ψηλόλιγνη σιλουέτα που φαινόταν σα να μην ήξερε ποια κατεύθυνση να ακολουθήσει, κάτι σα να είχε χάσει το δρόμο ή να ήταν μεθυσμένη, αλλά – ο Χριστόφορος έπιασε το μέτωπό του – πάντα πάνω στο νερό! Το πλάσμα φάνηκε στην κορυφή ενός αφρισμένου κύματος και με μια σχεδόν επαγγελματική φιγούρα έπεσε στην αμμουδιά, πλάι στον αφρό του κύματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου