Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Το στόμα του ανέμου

Ο Ιππόλυτος ένοιωθε σχεδόν δυστυχισμένος. Η Ιαπωνία του 18ου αιώνα δεν ήταν η αδυναμία του. Αντίθετα, η Εστία είχε καταγοητευτεί Οι γκέισες της φάνηκαν εξωτικές. Πλησίασε όσο πιο κοντά μπορούσε μία μαθητευόμενη με κατακόκκινο λουλουδάτο κιμονό που καθόταν στην άκρη μιας λιμνούλας με νούφαρα κι έπαιζε άρπα μέσα στο καταχείμωνο. Τα δάχτυλά της ήταν ματωμένα. Πού και πού εκείνη σταματούσε και τα βουτούσε μέσα στο παγωμένο νερό. Κι άρχιζε πάλι. Η Εστία δεν άντεξε και άπλωσε το χέρι να χαϊδέψει το περίτεχνα χτενισμένο κεφάλι. «Μη!!» πρόλαβε να ακούσει τη φωνή του ομαδάρχη και όλα χάθηκαν σε ένα πυκνό, μα πάρα πολύ πυκνό σκοτάδι…..

Η κα Μπικίνι άφησε το παιδί να ξεσπάσει. Όταν εκείνος ηρέμησε, συνέχισε « Εκείνος φαίνεται πως έζησε κι έμαθε. Το φυλαχτό είχε και το δίδυμό του. Το είχε η μάνα του Οδυσσέα που όταν πια απογοητεύτηκε ότι ο γιος της θα γύριζε, το πρόσφερε στο θεό Ποσειδώνα. Και το αυθεντικό φυλαχτό Χριστόφορε θα αναγνωρίσει μονάχα έναν απόγονο του Οδυσσέα, θα αναγνωρίσει μόνον εσένα … Γι αυτό σε χρειάζεται να του το πας. Να το βρεις και να του το πας. Εκείνος σε έστειλε εδώ παιδί μου. Φαίνεται πως σε γνωρίζει και γνωρίζει και το χαρακτήρα σου. Βλέπεις παιδί μου… τώρα το χρειαζόμαστε κι εμείς. Αυτός είναι ο λόγος που μας έφερε σε αυτή τη δύσκολη θέση, αυτός είναι ο λόγος που σε έφερε κοντά μας. Το σχέδιό του είναι καλοδουλεμένο και κρύβει πολλή υπομονή. Χριστόφορε, η αποστολή σου είναι δύσκολη. Χωρίς το φυλαχτό εμείς χανόμαστε, με το φυλαχτό κινδυνεύουμε όλοι, ακόμη κι εσύ…. Είναι πράγματι αδίστακτος…»

Ο Χριστόφορος αναπήδησε. Το μυαλό του πήγε στη μητριά του, το θείο Σάιμον, τον καθηγητή των αρχαίων ελληνικών που τόσο τον πίεζε με τα κτερίσματα και τα τάματα, τον πατέρα του… Ποιος από όλους λοιπόν;
Η Ιώνια συνέχιζε να μιλά «Σε έστειλε κι εμείς στην αρχή δεν ξέραμε πώς να σε στείλουμε πίσω ασφαλή. ΄Έπαιξε με τη δική μου ιστορία, τα συναισθήματά μας, εσένα. Προκάλεσε όλη αυτή την έλλειψη ενέργειας, μας οδήγησε στην άκρη της καταστροφής. Κι εμείς πια ξέραμε πως η μόνη σωτηρία ήσουν εσύ…Η απόφαση είναι δύσκολη. Ανήκεις όμως κάπως και σε μας…. Δεν σου κρύβω πως κινδυνεύεις πολύ. Θέλει το φυλαχτό όσο τίποτα, εσένα σε μισεί…..Και είναι πολύ δυνατός…»

Απόμειναν και οι δυο σιωπηλοί, χαμένοι ο καθένας στις σκέψεις του. «Κι εκείνη τι απέγινε; Τι πιστεύετε εσείς γι αυτούς που χάνονται;» ρώτησε την αρχιομαδάρχισσα με ελπίδα.
Δεν πρόλαβε όμως να πάρει απάντηση. Ένα απειλητικό βουητό, σα να ξεκινούσε βαριά καταιγίδα ακούστηκε από μακριά. Σε λίγο όλα σκοτείνιασαν, ενώ η βοή γινόταν όλο και πιο δυνατή. «Κάτι κακό έγινε!!» πετάχτηκε πάνω η κα Μπικίνι. «Κάποιος παραβίασε την επαφή. Κάποιος χάνει διαρκώς ενέργεια!.» Η Ιώνια ανατρίχιασε «Παλεύει με το στόμα του ανέμου» Ο Χριστόφορος κατάλαβε ότι εκείνη τη στιγμή η γυναίκα επικοινωνούσε με κάποιον από του ομαδάρχες. Το πρόσωπο της συσπάστηκε από τον πόνο. «Η Εστία» φώναξε «η Εστία παραλίγο να παραβιάσει το χρονοκέλυφος! Έχει παγιδευτεί ανάμεσα στους χρόνους!» Ο Χριστόφορος την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. Εκείνη όμως δε στάθηκε να του εξηγήσει. «Έλα!» περισσότερο τον πρόσταξε «μόνο εσύ μπορείς να κάνεις κάτι».

Ο Χριστόφορος ένοιωσε πάλι εκείνο το αίσθημα της ξαφνικής μεταφοράς, όπου το κορμί του θαρρείς διαλυόταν και ταξίδευε με τον άνεμο. Δίπλα του, περισσότερο αισθανόταν παρά έβλεπε την Ελένη Μπικίνι. Τα μικροκασσιόπεια μεταφοράς φάνηκαν αιώνες. Πολύ σύντομα βρέθηκε να αποκτά ξανά την υπόστασή του σε ένα μέρος που του θύμιζε αμυδρά την παραδοσιακή Ιαπωνία, όπως την είχε δει σε ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, τότε που η ζωή του ήταν ακόμη φυσιολογική….. Απόρησε. Πώς προλάβαινε να τα σκέφτεται όλα αυτά;; Στο βάθος έβλεπε έναν τυφώνα –σκοτεινό και πολύ πολύ δυνατό. Τα πάντα γυρνούσαν με φοβερή ορμή. Αλλά είχε τυφώνες η Ιαπωνία; Και γιατί τα χρώματα είναι τόσο σκοτεινά; Τι χρώματα ήταν αυτά και τι ασημένιες λάμψεις τα διέκοπταν;

Και τότε το «στόμα του ανέμου» άνοιξε και την είδε. Είδε την Εστία εντελώς παραμορφωμένη στη δύνη αυτού του απίθανου τυφώνα. Στροβιλιζόταν ψηλά, ανεβοκατέβαινε, τα μέλη της πότε μάκραιναν και πότε παραμορφωνόταν. Ο Χριστόφορος δεν καταλάβαινε αν το ουρλιαχτό – απόκοσμο και απάνθρωπο – ήταν του ανέμου ή του κοριτσιού. Κανείς άλλος δεν φαινόταν εκεί γύρω ή έτσι τουλάχιστο νόμισε το αγόρι. Στην πραγματικότητα όλη αυτή την ώρα η κα Μπικίνι έδινε οδηγίες στην υπόλοιπη ομάδα και μιλούσε με τον Ορέστη. «Μα πού είναι όλοι τους;» αναρωτήθηκε το αγόρι. «Γιατί εγώ δεν τους βλέπω;;».
«Χριστόφορε, άσε τους άλλους. Εσύ θα σώσεις το κορίτσι!» Ο Χριστόφορος την κοίταξε με έκπληξη. «Αν και ο γήινος χρόνος δεν είναι ο δικός σου, η χρονοδίνη δε σε αγγίζει. Το έχω μελετήσει στο παρελθόν. Θα πρέπει να βρεις το θάρρος να μπεις στο στόμα του και να αρπάξεις το κορίτσι στο φως. Μη φοβηθείς από ό,τι κι αν συμβεί ή αν δεις. Μόνο τράβηξέ την με όλη σου τη δύναμη, νίκησε τον αντίπαλο – μπορείς!! Είσαι προορισμένος για Αργοναύτης! Μην το ξεχνάς!!» Τον κοίταξε έντονα με τα μεγάλα της μάτια. Για μια στιγμή στάθηκε αναποφάσιστος. Φαινόταν σχεδόν αδύνατο να βγει κάποιος απ’ αυτό το χαλασμό.

Ο Χριστόφορος όμως είχε μάθει να είναι αγωνιστής. Κι αν είχε ρισκάρει τη ζωή του για ένα κυώνι, πολύ λιγότερο θα σκεφτόταν να εγκαταλείψει την Εστία. Ασυναίσθητα έστειλε μια προσευχή στον ουρανό και χύθηκε μέσα στον τυφώνα. Ένοιωσε το τεράστιο στόμα του ανέμου να τον καταπίνει. Στην αρχή ζαλίστηκε. Δεν ξεχώριζε τίποτα και γύρω του πετούσαν αστέρια και κομήτες με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Φωνές ακούγονταν από κάθε αιώνα και σημείο του γαλαξία, φωτιές περασμένων αιώνων διαδέχονταν ανέμους και βροχές. Θαρρείς πως όλοι οι χρόνοι και οι εποχές, από τότε που έγινε η γη περνούσαν γύρω του. Τίποτα όμως δεν τον άγγιζε. Το κορμί του το ένοιωθε ελαφρύ, σχεδόν αέρινο. Το κοίταξε – κι όμως ήταν ολόκληρος εκεί!!

Η Εστία δεν φαινόταν πουθενά. Κάποια στιγμή νόμισε πως είδε τα μάτια της τρομαγμένα, αλλά σχεδόν αμέσως τα έχασε κι αυτά. Ένοιωσε απελπισία. Τι έπρεπε να κάνει; Η κα Μπικίνι και όλη η ομάδα αγωνιούσαν «Βιάσου Χριστόφορε. Θα την πάρει η δίνη, σαν εμένα…». «Θα την πάρει η δίνη» σκέφτηκε ο Χριστόφορος αποφεύγοντας με ένα ελιγμό μια αστρική καταιγίδα. «Πού είναι;; Πού είμαι; Αιωρούμαι στο πουθενά, σε ποιο χρόνο; Σε ποιο τόπο; Αφού δεν ξέρω τίποτα από τον παράξενο αυτό κόσμο!». Και τότε την αισθάνθηκε δίπλα του. Δεν την είδε – απλά άκουσε το ουρλιαχτό της που απόκοσμα τον καλούσε. Την άρπαξε κι έπεσε μέσα σε κάτι που έμοιαζε με γαλάζια λάσπη. Αγωνίστηκε να ξεκολλήσει, αλλά ήταν σαν κινούμενη άμμος που τον τραβούσε στα σπλάχνα της. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Το κορίτσι τον βάραινε. «Δεν πρέπει να την αφήσω…Δεν πρέπει…» Με υπεράνθρωπη δύναμη έριξε τον εαυτό του προς τα αριστερά, κλωτσώντας με τα πόδια του σα να κολυμπούσε. Δεν έβλεπε πια τίποτα. Ένας δυνατός άνεμος τον τράβηξε και τον πέταξε μέσα στο μάτι του τυφώνα – στο χωνί. Ένοιωσε να βυθίζεται σε ένα μοβ σκοτάδι, που έμοιαζε με το απόλυτο χάος. «Πρέπει να παλέψω» ούρλιαξε. Το χέρι του τον βάραινε πολύ πια. Ο αγώνας ήταν άνισος, αλλά κι αυτός δεν θα παραδινόταν έτσι εύκολα. «Θεέ μου, σώσε με!!» ψιθύρισε και με μια κίνηση που θύμιζε αετό που ζύγιαζε τα φτερά του, έκοψε το στρόβιλο στα δυο.

Τώρα βρέθηκε στο άπλετο φως, στον απόλυτο ήλιο. Ένοιωθε το κορμί του να λιώνει, τα μέλη του να χαλαρώνουν, ήθελε να κοιμηθεί – ήταν τόσο κουρασμένος!! Όχι! σκέφτηκε κι έκανε μια μικρή στροφή για να απομακρυνθεί από το πυρ. Το φως γινόταν πιο γλυκό, αλλά ήταν ακόμη πολύ έντονο. Τα μάτια του πονούσαν, αλλά το κορίτσι άρχισε να παίρνει μορφή στην αγκαλιά του. Το φως γέμισε σκιές. Ο Χριστόφορος προσπάθησε να κρατήσει τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά. Τον πονούσαν όλο και πιο πολύ και το κεφάλι του ήταν βαρύ σα σιδερένια σφαίρα.

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Το δεύτερο κεφάλαιο



Ενδεικτικό κεφάλαιο του πρώτου μέρους
2
Μια παράξενη γέννηση στον Όλυμπο

Κι όμως ήταν παράξενη η ιστορία της γέννησης του Χριστόφορου και είχε ταράξει την περιοχή γύρω από το ορεινό απομονωμένο χωριό, που έγινε μάρτυρας παράξενων γεγονότων.

Ο Χριστόφορος είχε καταφέρει να μάθει κάτι από το θείο Σάιμον: για το θάνατο της μητέρας του κατά τη γέννησή του, για τον Όλυμπο και την παπαδιά που τον μεγάλωνε έξι μήνες. Στα γενέθλια για τα δώδεκά του χρόνια ζήτησε σα δώρο να πάει στο χωριό εκείνο και να δει τη γυναίκα που τον ανάστησε στην αρχή της ζωής του. Ο πατέρας του όμως είχε θυμώσει ακόμη και με τον Σάιμον που κάθισε και είπε στο παιδί όλες αυτές τις ανοησίες. Του απαγόρευσε οποιαδήποτε σχέση με τον Όλυμπο. Εκείνος πάλι βάλθηκε να ψάχνει. Η ιστορία της γέννησής του αν και είχε απασχολήσει αρχικά τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, είχε ξεχαστεί πολύ γρήγορα. Στην Ελλάδα οι θρύλοι και τα παραμύθια δεν αποτελούσαν ποτέ εξαιρετικό νέο. Από την άλλη, η Αμερική όπου μεγάλωνε ο Χριστόφορος ήταν πολύ μακριά και πολύ αδιάφορη για κάτι που έγινε σε μια μικρή και μακρινή χώρα.

Μόλις ένα χρόνο μετά, στα δεκατρία του, στις διακοπές του στην Ελλάδα, ο Χριστόφορος παράκουσε τον πατέρα του και παρέσυρε τον αδερφό του στον Όλυμπο. Ο μπαρμπα Νικόλας που τους συνόδεψε δεν αισθάνονταν καθόλου ένοχος.

«Όλοι πρέπει να ξέρουμε τις ρίζες μας. Είναι δική μας η γέννηση, δικός μας και ο θάνατος. Μόνον αυτά! Κανένας δεν έχει δικαίωμα να μας τα κόβει από την καρδιά μας» έλεγε και θύμωνε με τον Δουκάτο. Έτσι ο Χριστόφορος βρέθηκε σε εκείνο το μοιραίο τόπο. Κι αγκάλιασε τη γυναίκα που τον μεγάλωνε με το γάλα της. Κι έμαθε όσα εκείνη του είπε και όσα έλεγαν στο χωριό.

Από τότε, ο Χριστόφορος έφερνε πολλές φορές στο μυαλό του την ιστορία, ακριβώς όπως τη διηγήθηκε η καλή παπαδιά. Οι γονείς του, ένας αρρενωπός μελαχρινός άνδρας, ελληνοαμερικάνος επιστήμονας και η όμορφη Αμερικάνα γυναίκα του, που έμοιαζε με θεά του Ολύμπου και μιλούσε τα ελληνικά καλύτερα από τους ντόπιους, θα έρχονταν για τρίτη φορά στην αετοφωλιά ετούτη, την πατρίδα της ελληνικής μυθολογίας. Οι άνθρωποι του χωριού, απλοϊκοί οι ίδιοι, αγαπούσαν αυτό το λαμπερό ζευγάρι, που σκαρφάλωνε ψηλά στο Πάνθεον για να μιλήσει με τους θεούς του Ολύμπου. Η «κυρά», όπως αποκαλούσαν την Ανδρομάχη μπροστά της ή η «Πανώρια», όπως τη φώναζαν μυστικά, αν και είχε έρθει δυο φορές όλες κι όλες, ήξερε τους λιγοστούς κατοίκους με το μικρό τους όνομα. Ιδιαίτερα την αγαπούσαν τα παιδιά που τα φόρτωνε με καραμέλες και σοκολάτες, φερμένες ειδικά για κείνα από την Αμερική. Τα ήξερε όλα με το μικρό τους όνομα και εκείνα μπερδεύονταν και τη φώναζαν νονά ή νεράιδα. Τα κοριτσάκια μάλιστα είχαν ξεθαρρέψει και έδιναν παραγγελίες για κούκλες και κουκλόσπιτα, ενώ ο Γιωργάκης της κυρά Ξάνθως καθόταν στα πόδια της και της περιέγραφε το play station του αδερφού του, του Κώστα, που σα μεγαλύτερος δεν το άφηνε ούτε να το αγγίξει. Κι εκείνη υποσχόταν και δεν ξεχνούσε ποτέ. Εκείνος πάλι ήταν απόμακρος, αυστηρός κι ολιγομίλητος. Οι κουτσομπόλες του χωριού απορούσαν πώς αυτή η τόσο χαρούμενη κι ομιλητική κοπέλα είχε αποφασίσει να χαρίσει τη ζωή της σε ένα τόσο παγωμένο άνθρωπο. Αλλά όμως – ακόμη και η κυρά Κατίνα, η αρχικουτσομπόλα το αναγνώριζε- την αγαπούσε πιο πολύ κι από τη ζωή του και δεν την άφηνε ποτέ μόνη της, όταν εκείνη αποφάσιζε πως είχε έρθει η ώρα να σκαρφαλώσει στα αγαπημένα της λημέρια. Έπειτα η δικιά της ζεστασιά και ζωντάνια έφτανε και για τους δυο… Βέβαια, ο κυρ Κώστας ο έμπορας που κατέβαινε στη Λάρισα έλεγε πως κι εκείνος κάτι έψαχνε στον Όλυμπο, κάτι που είχε να κάνει με τα αστέρια και τους δρόμους του ουρανού, αλλά κανένας δεν καταλάβαινε τι ακριβώς εννοούσε.

Φανατικοί ορειβάτες και οι δυο, δεν σταματούσαν μπροστά σε δυσκολίες του καιρού ή άλλα προβλήματα. Έτσι κι εκείνη τη χρονιά είχαν έρθει για να επιχειρήσουν την καθιερωμένη ανάβαση στον Όλυμπο, μέσα στο καταχείμωνο. Και ήταν δύσκολος χειμώνας. Το χιόνι ήταν πολύ και για πρώτη φορά από τότε που θυμόταν οι παλιότεροι του χωριού, η θερμοκρασία έπεφτε τα βράδια πολύ κάτω από το μηδέν. Το ζευγάρι όμως φαινόταν αποφασισμένο. «Μην πας κόρη μου. Ξέρω, θα λες άδικο το ταξίδι, αλλά καλύτερα άδικο και σίγουρο. Πες πως ήρθες μέχρις εδώ για να μας δεις». Η «Πανώρια» χαμογέλασε μόνο, αλλά από το χαμόγελό της η παπαδιά κατάλαβε πως το μυαλό της πεντάμορφης ήταν ήδη πάνω στις κορυφές, στο Πάνθεον. Μόνο που η Ανδρομάχη αυτή τη φορά δεν ήταν μονάχη της, αλλά κουβαλούσε στην κοιλιά της ένα μωρό, εκείνον.

Το επόμενο πρωί το ζευγάρι ξεκίνησε. Οι γυναίκες σταυροκοπιόνταν με την ξεροκεφαλιά της ξένης και απορούσαν γιατί δεν τη μάλωνε ο άντρας της που έβαζε σε κίνδυνο το παιδί τους. Όπως και να το κάνεις, ήταν ο απόγονός του. Κανένας όμως δεν θα τολμούσε ποτέ να τον ρωτήσει ή ακόμη περισσότερο να τον συμβουλέψει. Ας τους φύλαγε ο Θεός….

Το πρωινό ήταν υπερβολικά ήσυχο, σχεδόν απειλητικό. Το τσουχτερό κρύο δεν το καταλάβαιναν παρά μόνον στην αναπνοή. Ο εξοπλισμός του ζευγαριού ήταν από τους καλύτερους και σίγουρα δε θα κινδύνευαν σε καμία περίπτωση από το κρύο. Έπειτα, την περιοχή η Ανδρομάχη την ήξερε πολύ καλά. Την πρώτη χρονιά είχαν οδηγό για να σκαρφαλώσουν στα βράχια του Ολύμπου. Μετά όμως εκείνη γνώριζε κάθε πέτρα και κάθε δρομάκι. Λες και την αναγνώριζαν ακόμη και τα αγριοκάτσικα και οι αετοί που φώλιαζαν στις κουφάλες των βράχων. Τους είχε δώσει και ονόματα: το κεφάλι του Δία, το λουτρό της Δανάης, ο θρόνος της Ήρας…

Το πρωινό θα είχε περάσει χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις. Η ανάβαση στο πλάτωμα ήταν σχετικά εύκολη και το χιόνι δεν έκρυβε εκπλήξεις τότε. Ήταν σίγουρη η παπαδιά.. Μετά το μεσημέρι όμως, ο καιρός χειροτέρεψε. Θα πρέπει να βρήκαν εύκολα την καλύβα του τρελού. Η παπαδιά την είχε συμβουλέψει την Ανδρομάχη να την αναζητήσει σε περίπτωση ανάγκης. Δεν ήταν μεγάλη, αλλά ήταν καλή κατασκευή και θα τους προστάτευε από τα στοιχεία της φύσης. Την έλεγαν έτσι γιατί την είχε φτιάξει κάποιος ξένος που μελέταγε τα αστέρια με μανία. Είχε έρθει – έλεγαν στο χωριό – από χώρα μακρινή, την Περσία ή την Αραβία, κανείς δεν ήξερε ακριβώς. Για την καλύβα έφερε μηχανικό και χτίστες από την πόλη και επέβλεπε το στήσιμό της ο ίδιος. Την ήθελε ασφαλή, θα ζούσε εκεί έλεγε. Τον πρώτο καιρό κατέβαινε στο χωριό για να αγοράσει προμήθειες ή και να παραγγείλει εξοπλισμό που τον έφερνε ο ταχυδρόμος. Μα σαν περνούσε ο καιρός κατέβαινε όλο και πιο σπάνια στο χωριό. Οι βοσκοί τον έβλεπαν να τριγυρνάει στις βουνοκορφές με τα περίεργα όργανα στα χέρια και συχνά να μασουλά ρίζες ή αγριόχορτα. Πολλές φορές του άφηναν στην καλύβα τρόφιμα και ρούχα. Εκείνος όμως δεν νοιάζονταν και συχνά ούτε καν τους μιλούσε. Μετά χάθηκε μαζί με τα όργανα και τα βιβλία του. Στην καλύβα βρέθηκαν λιγοστά πράγματα και ένα γράμμα μισοτελειωμένο. Η καθηγήτρια που έκανε αγγλικά στα παιδιά είπε πως ήταν γραμμένο στα γερμανικά. Ήταν κάποια αναφορά σε αστρικούς συνδυασμούς και μετά πράγματα μπερδεμένα ακαταλαβίστικα, κάτι για επίσκεψη των αδελφών μας και τέτοια. Τέλειωνε λέγοντας πως είχε γνωρίσει την ελευθερία. Η παπαδιά δεν είχε σχολιάσει τίποτα, τέλειωσε όμως κάνοντας το σταυρό της. Η Ανδρομάχη την άκουγε με παράξενη προσοχή, τόνισε η παπαδιά στο Χριστόφορο. Το μόνο που ρώτησε ήταν το πότε έγινε αυτό, αλλά η γυναίκα δεν θυμόταν. Θα ήταν όμως κάμποσα χρόνια πριν, πέντε ή έξι.

Κι από εδώ και πέρα οι υποθέσεις έμπλεκαν με την πραγματικότητα. Η παπαδιά διηγήθηκε μόνο τα γεγονότα και ο Χριστόφορος απέφευγε πάντα να προσπαθήσει να συμπληρώσει τα κενά. Το θεωρούσε προσβολή στη μνήμη της. Ίσως κάποτε ο πατέρας του να του τα διηγιόταν.
Αλλά και το μυαλό του Δουκάτου γύριζε ενοχλητικά εκεί, όσο κι αν προσπαθούσε να σβήσει, να διαγράψει για πάντα τα δραματικά γεγονότα. Ακόμη και στον ύπνο του πολλές φορές ένοιωθε εκείνο τον τρελό αέρα να του δέρνει το πρόσωπο.

«Έρχεται θύελλα!» είχε φωνάξει με αγωνία, μα η Ανδρομάχη του έστειλε ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο.

«Ησύχασε, θα μας βρει μέσα στο καταφύγιο».

Για πότε μαζεύτηκαν όλα εκείνα τα μαύρα σύννεφα, για πότε ξεκίνησε εκείνη η παγωμένη καταιγίδα. Ξαφνικά έγινε σκοτάδι, και μόνον ο ουρανός σκίζονταν θαρρείς από θυμωμένους κεραυνούς και αστραπές. Η ανάβαση ήταν πλέον αδύνατη. Η Ανδρομάχη θυμήθηκε ότι βγαίνοντας λίγο από την πορεία τους θα συναντούσαν την καλύβα του τρελού.
Το ζευγάρι κατευθύνθηκε προς την καλύβα. Το χιονόνερο χτυπούσε με μανία τα πρόσωπά τους, ενώ περισσότερο μάντευαν παρά έβλεπαν το δρόμο. Αν και θα ήταν ακόμη μεσημέρι, βασίλευε σχεδόν βαθύ σκοτάδι. Το έσκιζε μόνον το φως των αστραπών και τότε οι σκιές γινόταν απειλητικές. Δε μιλούσαν. Όλη η προσοχή τους ήταν συγκεντρωμένη στην πορεία. Ο κίνδυνος παραμόνευε σε κάθε βήμα. Ο Δίας ήταν ιδιαίτερα σκληρός με όσους αψηφούσαν τις προειδοποιήσεις του. Στο φως κάποιας αστραπής φάνηκε επιτέλους ο όγκος της καλύβας. Εκείνος, που δεν εμπιστευόταν ιδιαίτερα τις γυναίκες του χωριού, ανάπνευσε με ανακούφιση. Ευτυχώς, σε λίγο θα ήταν ασφαλείς. Όταν ξημέρωνε θα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής. Κι εδώ ο Δουκάτος αποξεχνιόταν και η σκέψη του αρνιόταν να προχωρήσει. Μονάχα δάκρυζε κι έκλεινε το κεφάλι του στα μακριά του χέρια.

Η παπαδιά είχε διηγηθεί και όσα έγιναν στο χωριό. Τη νύχτα, όλοι, όσοι στάθηκαν στα παράθυρα ή τα κατώφλια των σπιτιών τους έβλεπαν αστραπές σαν πύρινες γλώσσες να ζώνουν το μέρος όπου βρισκόταν η καλύβα και άκουγαν ουρλιαχτά που μπερδεύονταν με ήχους απόκοσμους. Κι εκείνη, η ίδια ένοιωθε – έτσι του είπε του Χριστόφορου - πως ο αέρας είχε τρελαθεί και ήθελε να προσφέρει τους δυο άμυαλους βορά στον κεραυνό που κάθε τόσο έλαμπε στην κορυφή του Ολύμπου. Οι γυναίκες που είχαν δει τη θαρρετή και αλίμονο άμυαλη γυναίκα να γελά ανέμελα δυο βράδια πριν, σταυροκοπιόνταν και ετοιμάζονταν για τα χειρότερο. Ποιος θα μπορούσε να επιζήσει μέσα σε αυτή την τρέλα; Κάποια στιγμή, ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε και ένας κεραυνός, που όμοιό του δεν είχαν δει οι γεροντότεροι, βασίλεψε για λίγο στην κορυφή του θεϊκού βουνού. Και τα παιδιά του τελευταίου σπιτιού, του πλέον ακριανού του χωριού, εκείνου που άγγιζε το μονοπάτι που οδηγούσε στο παράξενο καλύβι του τρελού, ορκίζονταν, την επόμενη μέρα, ότι άκουσαν κλάματα παιδιού, τόσο γλυκά και μελωδικά που σκέπασαν τον αέρα και τις αστραπές και βροντές του ουρανού.

Η καινούρια μέρα ξημέρωσε γλυκιά, με ένα θλιμμένο, χλωμό ήλιο και ένα παγωμένο αεράκι να κοκκινίζει τα αυτιά των άμυαλων που άφηναν ξεσκούφωτοι τα σπιτικά τους. Οι άντρες του χωριού ειδοποίησαν την αστυνομία, αλλά επειδή σε αυτά τα μέρη, η κάθε βοήθεια θα έκανε ώρες να φθάσει στο ξεχασμένο χωριό, αποφάσισαν να ψάξουν μόνοι τους για το αντρόγυνο. Ήταν σίγουροι πως ο ψεσινός καιρός δεν θα είχε αφήσει τα θύματά του, αλλά πάλι ποτέ δεν ήξερε κανείς.. Τουλάχιστο να τους θάβανε ανθρώπινα.

Ω Κύριε! Η παπαδιά ανατρίχιαζε ακόμη και τόσα χρόνια ύστερα. Φρίκη στα μάτια, και θέαμα που λύγισε τα γόνατα κι έκανε και τους πλέον άπιστους να σηκώσουν τα χέρια ψηλά στον ουρανό. Ο άντρας άθικτος, με τα ρούχα του στεγνά, έτσι όπως έφυγε από το χωριό, αλλά με μαλλιά πιο άσπρα και από το χιόνι, γονατισμένος μπροστά στη νεκρή γυναίκα. Το θέαμά της έκανε και τον πιο θαρραλέο άντρα να γυρίσει αλλού το πρόσωπό του. Κανείς ποτέ δεν άντεξε να το περιγράψει. Ούτε ακόμη και αυτός ο ιατροδικαστής που το εξέτασε αργότερα. Μα το πιο παράδοξο από όλα, εκείνο που δημιούργησε το θρύλο, ήταν ένα μωρό, ένα μικροσκοπικό, μα πανέμορφο μωρό, που αν και γυμνό, κείτονταν δίπλα στη νεκρή γυναίκα, και άκουσον, άκουσον, δεν έκλεγε – μόνον χαμογέλαγε στον πατέρα του, τον δύστυχο εκείνο που δεν το έβλεπε καν, μονάχα επαναλάμβανε ουρλιάζοντας «η αστραπή και ο κεραυνός απόχτησαν παιδί, η αστραπή και ο κεραυνός απόχτησαν παιδί»….

Οι χωρικοί μάζεψαν το παιδί και το δώσανε σε εκείνη, τη γυναίκα του παπά, λίγο γιατί φοβόταν αυτά που είδαν και άκουσαν, λίγο γιατί δεν καταλάβαιναν πώς είναι δυνατό να ζει ακόμη ένα βρέφος κάτω από τέτοιες συνθήκες. Οι αστυνομικοί βοήθησαν τον άντρα και πήραν τη γυναίκα, αλλά το παιδί της το άφησαν. Προφασίστηκαν τάχα ότι ο πατέρας έπρεπε να ρθει να το πάρει όταν θα συνέρχονταν. Εξάλλου, πού να το κουβαλούσαν, ξένο παιδί; Στην πραγματικότητα όμως κι αυτοί φοβόταν, είχε βεβαιώσει κουνώντας το κεφάλι η καλή γυναίκα.

Το άφησαν και το ξέχασαν. Η παπαδιά – θυμόταν ο Χριστόφορος – είχε προσπαθήσει να τους δικαιολογήσει. Ήταν απλοί άνθρωποι οι αστυνομικοί, οικογενειάρχες. Δεν ήθελαν να μπλέξουν. Ας φρόντιζε ο πατέρας του. Ό αρχιφύλακας τους είχε πει ότι ήταν σπουδαίος στην Αμερική. Έξι μήνες το κράτησε εκείνη το παιδί και το έτρεφε από το δικό της γάλα. Κι εδώ ο Χριστόφορος δάκρυζε, όταν θυμόταν το τρυφερό βλέμμα της και ένοιωθε να του λείπει περισσότερο η μάνα του. Ήταν μικρομάνα η παπαδιά και δε φοβότανε τις ιστορίες που έλεγαν οι γριές στα σοκάκια του χωριού. Αυτή πίστευε στον ένα Θεό και όχι στα αερικά και τα ξωτικά που μωρολογούσαν οι αγράμματοι χωρικοί. Το βάφτισε όμως και αν και είπε να του δώσει το όνομα του πατέρα του, όταν έφτασε η ώρα, δεν άντεξε.

«Σου έδωσα το όνομα Χριστόφορος, έτσι όμορφο και γλυκό που ήσουνα, ίδιο αγγελάκι που ξεχώριζε στα κάλλη ακόμη και από τα ίδια μου τα παιδιά!»

Πάνω στους έξι μήνες ήρθε ο Δουκάτος, όχι τρελός και αλαφιασμένος, όπως τον θυμόταν οι χωρικοί να τον παίρνει η αστυνομία, αλλά σοβαρός και καλοντυμένος, με κάτασπρα όμως τα μαλλιά του και αγέλαστο πρόσωπο….
Κι εδώ η παπαδιά είχε σταυρώσει τα χέρια στην ποδιά της κι έμεινε να τον κοιτάζει με στοργή. Εκείνος ένοιωσε την ανάγκη να της φιλήσει τα χέρια, μα η καλή γυναίκα δεν τον άφησε. Μονάχα τον αγκάλιασε σφιχτά κι έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι για ώρα πολλή.

Ο Χριστόφορος δεν θυμάται να είδε ποτέ τον πατέρα του να γελά ή να είναι ξένοιαστος – εκτός ίσως από κάποιες φορές που αμυδρά χαμογελούσε, όπως τότε στην πρώτη δημοτικού: έκανε το αγγελάκι στη χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου και ήταν τόσο μα τόσο πειστικός, που όλοι χειροκροτούσαν φωνάζοντας το όνομά του.

Ο Χριστόφορος δεν έμαθε βέβαια ποτέ για εκείνη την ιατροδικαστική έκθεση που έλεγε ότι η γυναίκα ήταν κλινικά νεκρή πριν γεννηθεί το βρέφος, με πολύ παράξενο οργανισμό και σύσταση σώματος και ότι αυτό το παιδί αποτελούσε ένα ιατρικό αδύνατο. Ούτε ακόμη έμαθε για το ρόλο που έπαιξε ο θείος Σάιμον και οι γνωριμίες του, ώστε να μη γίνει το παιδί πειραματόζωο και να μεγαλώσει ήσυχα στην αγκαλιά της παπαδιάς – μάνας. Αλλά κι αργότερα ο πατέρας ήξερε τι να κάνει…

Ο Δουκάτος πάλι δε μίλησε ποτέ για τη μητέρα του Χριστόφορου, όσες φορές και αν εκείνος τον παρακάλεσε, ακόμη και με τον πιο ικετευτικό του τόνο να του πει για εκείνη. Δεν ανέβηκε ποτέ ξανά στον Όλυμπο. Αντίθετα, αγόρασε ένα εξοχικό που έβλεπε κατευθείαν στο καταγάλανο Αιγαίο κι ερχόταν στην Ελλάδα μόνον στην καρδιά του καλοκαιριού. Αυτό που ήξερε ο Χριστόφορος ήταν ότι ο πατέρας του δεν ανεχόταν το χειμώνα στην Ελλάδα. Ένα χρόνο μετά την παράξενη εκείνη περιπέτεια, παντρεύτηκε μια συνάδελφό του και σε λίγο ο Χριστόφορος απόχτησε έναν αδελφό, το Νέστορα. Δεν ανέβηκε ποτέ ξανά σε οποιοδήποτε βουνό, κι απαγόρευσε στα παιδιά του τα μαθήματα ορειβασίας.

Όμως ο Χριστόφορος, από τότε στο Όλυμπο, ένοιωσε αλλιώτικος. Θυμόταν τη μυστηριώδη θύελλα και ονειρευόταν τον εαυτό του παντοδύναμο εξουσιαστή – τέτοια δύναμη δεν έχει τάχα ο κεραυνός; Ή μήπως ήταν εξωγήινος και η μητέρα του δεν είχε πεθάνει, αλλά έπρεπε να τον αφήσει εκεί, γιατί δεν γινόταν αλλιώς; Ή πάλι ήταν ξωτικό, όπως διέδιδαν οι γιαγιάδες σε εκείνο το χωριό, και πολύ σύντομα θα έπρεπε να χαθεί στα δάση του Ολύμπου;


3
Οι μυριάδες ποταμοί


Τον ξύπνησε μια απόκοσμη μουσική, μελωδία γλυκιά παιγμένη σε άρπα. Κοίταξε το ρολόι, ήταν περασμένες μία. «Τι μου θυμίζει;» αναρωτήθηκε και πετάχτηκε σχεδόν από το κρεβάτι του να δει από πού την έφερνε ο άνεμος. Κοιμόταν πάντα με ανοιχτά τα παράθυρα για να μπαίνει η θαλασσινή αύρα και που και που φτάνανε ήχοι από τα νυχτερινά κέντρα της κοντινής παραλίας. Μα ετούτη εδώ η μουσική ήταν αλλιώτικη, σχεδόν σα να τον καλούσε κοντά της. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια και ένα φεγγάρι λαμπερό κι ολόγιομο έδινε στο αγόρι όσο φως χρειαζόταν. Μπροστά του, μέσα στη θάλασσα είδε μια βάρκα και μια σκοτεινή φιγούρα να του κάνει νόημα. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, ο Χριστόφορος άρπαξε ένα μπλουζάκι που βρήκε μπροστά του και από τη σκάλα της βεράντας του βρέθηκε στη μαλακή άμμο. «Έ από τη βάρκα!» φώναξε και όσο και αν θεωρούσε τον εαυτό του γενναίο, η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο, ενώ το χέρι του έσφιξε το κινητό. Καλά που η μικρούλα τούτη συσκευή έχει γίνει προέκταση του εαυτού μου, σκέφτηκε φευγαλέα και ηρέμησε κάπως. Στο κάτω, κάτω ο ξένος ήταν πάντα μέσα στη βάρκα και δεν φαινόταν να έχει εχθρικές διαθέσεις. «Θέλετε κάτι;;» φώναξε ακόμη μια φορά, ο Χριστόφορος. Ο άγνωστος εξακολουθούσε να κουνά το χέρι καλώντας τον, ενώ η μουσική δυνάμωσε ανεπαίσθητα.


Και τότε ο Χριστόφορος θυμήθηκε. Ήταν η ίδια μουσική που άκουγε όταν ο Ιππόλυτος ήταν στο σπίτι του. Το αγόρι τα είχε χαμένα. Ο μισός εαυτός του συνιστούσε σύνεση και ο άλλος μισός τον έσπρωχνε να λύσει το μυστήριο. Μια δυνατή έλξη τον τραβούσε άθελά του στη βάρκα. Έκανε το σταυρό του για να πάρει δύναμη και προχώρησε. Μπήκε σχεδόν μέχρι τη μέση στο νερό, σκαρφάλωσε επιδέξια και κάθισε. Έτρεμε ολόκληρος, δεν ήξερε όμως αν ήταν από τα βρεγμένα ρούχα και τη νυχτερινή δροσιά ή από την απόκοσμη φιγούρα που ήταν καθισμένη δίπλα του. Ολόκληρο το σώμα του πλάσματος ήταν καλυμμένο με ένα μαύρο ύφασμα χωρίς αρχή και τέλος. Στην πραγματικότητα δεν φαινόταν καν να έχει σώμα, τόσο αέρινο και ισχνό ήταν. Το χειρότερο όμως ήταν ότι δεν φαινόταν καν πρόσωπο. Ήταν όλο καλυμμένο από μια τεράστια κουκούλα, επιδέξια κι επίτηδες ριγμένη πολύ χαμηλά. «Πού πάμε;» ψέλλισε ο Χριστόφορος, αν και γνώριζε πως δεν θα έπαιρνε καμία απάντηση.
συνεχίζεται......

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Το πρώτο κεφάλαιο





Ποιος περπατά στο νερό;

Τρίτη 9 Ιουνίου 2009

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Αγαπημένοι μου φίλοι γεια σας!

Σας ευχαριστώ που επισκέπτεστε το blog μου και ελπίζω να απολαύσετε την περιπέτεια του Χριστόφορου. Η αλήθεια είναι πως ο Χριστόφορος γεννήθηκε στη φαντασία μου χωρίς να με ρωτήσει κι απλά μου ψιθύριζε : Γράψε.. γράψε για να μάθουν οι πολλοί τι μυστικά και υπέροχα υπάρχουν σε αυτή την όμορφη Ελλάδα και ότι οι μύθοι και οι θρύλοι συνεχίζονται και δένουν το χθες με το σήμερα. Κι εγώ απλά έγραψα.


Σύντομη Περιγραφή του Βιβλίου

Ο Χριστόφορος ζει σαν ένας κοινός έφηβος αν και η γέννησή του είναι ένα καλά κρυμμένο μυστήριο. Εκείνο το καλοκαίρι όμως, στα 14 χρόνια του, η ζωή του αλλάζει για πάντα….

Μια νύχτα κι ενώ απολαμβάνει τις διακοπές του σε κάποια ελληνική παραλία, ένας παράξενος βαρκάρης τον μεταφέρει από τους Μυριάδες Ποταμούς σε μια κατασκήνωση εξωγήινων από τον πλανήτη Ίωνα, με προέλευση πίσω στην αρχαία Ελλάδα. Εκεί γνωρίζει τον περίεργο πολιτισμό τους, τις τροφές τους, τις συνήθειες και τις δεξιότητές τους, τους Είλωτες και τα κυώνια τους και προ πάντων τον κοινό ισχυρό εχθρό τους, τον Αποστάτη Nominos.
Το μέλλον του πλανήτη Ίωνα, τα παιδιά της κατασκήνωσης εξαρτώνται από τον Χριστόφορο: είναι ο μοναδικός που μπορεί να φέρει το Φυλαχτό του Ποσειδώνα και να ανοίξει τη γαλαξιακή πύλη. Αλλά εκείνος είναι μόνο ένα αγόρι. Δεν είναι έτοιμος. Και όμως, θα δοκιμάσει!
Θα περάσει από τον πραγματικό και το φανταστικό κόσμο. Θα ταξιδέψει από τους Δελφούς, στη Σαντορίνη και την Κρήτη για να βρει το Φυλαχτό. Ο Χριστόφορος θα συναντήσει την Πυθία και τους Κενταύρους. Θα χορέψει συρτάκι και θα παλέψει με τον Τάλω, τους Τρίτωνες και τη Λήθη. Θα βρει τον αληθινό λόγο του θανάτου της μητέρας του. Θα τον κυνηγήσουν οι Κυλωνιστές και ο Αποστάτης. Θα τον αποκαλούν το τρίστερο παλικάρι, αλλά δεν γνωρίζει τις μυστηριώδεις δυνάμεις του. Έχει ισχυρούς εχθρούς, αληθινούς φίλους, την αιώνια αισθησιακή Γαία και την εξωτική Αφροδίτη να τον βοηθούν.Έχει μόνο έξι ημέρες και έναν χρησμό να λύσει, αλλιώς πολλοί θα πεθάνουν και άλλοι θα χαθούν με φρίχτό τρόπο!!!

Α΄ ΜΕΡΟΣ : ΜΙΑ ΠΟΛΥ ΠΑΡΑΞΕΝΗ - ΚΙ ΑΟΡΑΤΗ - ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ

Ποιος περπατά στο νερό;
Ο Χριστόφορος κλωτσούσε θυμωμένα τον αφρό του κύματος, με τα μάτια στραμμένα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, χαμένος στις σκέψεις του. Πλάι του, ο αδερφός του, ο Νέστορας, του έριχνε κλεφτές ματιές μη τολμώντας να μιλήσει. Ήταν τέσσερις το μεσημέρι, μέσα Ιουλίου και όμως ο ουρανός ήταν σκοτεινός και η θάλασσα βογκούσε και άφριζε, θυμωμένη κι αυτή, ίσως με τον ήλιο που κρυβόταν πίσω από τα βαριά σύννεφα. Του άρεσε του Χριστόφορου η Μεσόγειος. Αγαπούσε να κολυμπά και να γυμνάζεται κάτω από τον καυτό ελληνικό ήλιο. Όμως, αυτό το θέαμα του σκοτεινού και αγριεμένου πελάγους τον ενθουσίαζε και μιλούσε βαθιά μέσα στην καρδιά του, την επαναστατημένη και ατίθαση. Ο Χριστόφορος ήταν τώρα δεκατεσσάρων, αλλά η κορμοστασιά του θύμιζε ήδη τους αρχαίους ελληνικούς θεούς.

«Μα να με προσβάλει έτσι μπροστά στην Αθηνά!» είπε ξαφνικά και ο Νέστορας δεν κατάλαβε αν μιλούσε σ’ αυτόν ή στον εαυτό του και προτίμησε να μην απαντήσει. «Τον άκουσα Νέστορα! Ο Χριστόφορος είναι μικρός ακόμη, δεν μπορεί να έρθει στη κρουαζιέρα σας, δεσποινίς …… Σας ευχαριστούμε όμως πολύ! Κι έκλεισε το τηλέφωνο, χωρίς καν να μου επιτρέψει να μιλήσω μαζί της! »

Ο Νέστορας κούνησε το κεφάλι. Η Αθηνά ήταν η καλύτερη φίλη του αδερφού του, αλλά και κόρη του πλουσιότερου εφοπλιστή της Ελλάδας! «Πράγματι, απαράδεκτη συμπεριφορά!» τόλμησε να πει.


Τα μαλλιά του Χριστόφορου, καστανόξανθα δαχτυλίδια κυμάτιζαν στον αέρα, και τα χρυσαφένια μάτια του ήταν γεμάτα θυμό και οργή. Αφημένα κάτω έδερναν το πρόσωπό του και ενοχλούσαν τα αγριεμένα πανέμορφα μάτια του. «Αχ Νέστορα! Γιατί συμπεριφέρεται έτσι!» είπε μόνο κοιτάζοντας ίσια μπροστά του. Στο γυμνό σώμα του που τραντάζονταν από το θυμό έλαμπαν σταγόνες θαλασσινού νερού. Ο Νέστορας κάρφωσε τα μάτια του σε εκείνα τα τρία μικροσκοπικά αστέρια, σχεδόν ασημογάλαζα, σπαρμένα στη σειρά στην πλάτη του. Ήταν τόσο όμορφα που οι φίλοι του τα έπαιρναν για τατουάζ. Θυμήθηκε πάλι τα λόγια που τυχαία είχε ακούσει να λέει ο πατέρας του «Με βασανίζουν Αντέλ αυτά τα καταραμένα αστέρια, με βασανίζουν πολύ!» Δεν καταλάβαινε όμως.


Ο Χριστόφορος ήθελε να μείνει μόνος «Νέστορα, σε παρακαλώ…!» είπε μονάχα. Το αγόρι σήκωσε τους ώμους κι έτρεξε προς το σπίτι. Ο Χριστόφορος ανάπνευσε με ανακούφιση. Ήθελε να κλάψει. Αν ήταν πιο μικρός θα επέτρεπε τα δάκρυα να κυλήσουν – μα όχι πια! Η διάθεσή του έμοιαζε τόσο πολύ με εκείνη της θάλασσας! Στα 14 του, ένοιωθε άντρας σωστός, ο κόσμος ήταν δικός του και ήθελε να το ξέρουν! Όλοι το έλεγαν: «Κύριε Δουκάτε (όχι D, but Δ, like the th in the English word this επέμενε πάντα ο Δουκάτος, υποστηρίζοντας ότι τα ονόματα δεν πρέπει να τα αλλοιώνει η προφορά των άλλων λαών!!), ο γιος σας είναι φαινόμενο. Έξυπνος, όμορφος, δραστήριος, άντρας από τώρα». Κι όμως ο πατέρας του απλά κουνούσε σκεφτικά το κεφάλι και δεχόταν τους επαίνους χωρίς ενθουσιασμό. Ο Χριστόφορος βαθιά μέσα του πικραίνονταν. Ο πατέρας του ποτέ δεν τον αγκάλιασε, ποτέ δεν τον χάιδεψε, σχεδόν ποτέ δεν τον φώναξε με το όνομά του. «Κύριε!» Ναι! Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, έτσι τον αποκαλούσε. «Κύριε!» Όσο ευτυχισμένος και γλυκομίλητος ήταν με το δεύτερο γιο του, το Νέστορα, τόσο σκοτεινός και απόμακρος ήταν μαζί του. Και τώρα αυτό!


Έσφιξε τα μάτια του. Σκέφτηκε να την πάρει στο κινητό, αλλά ντρεπόταν από τώρα να ακούσει τη φωνή της. Το μικρό το παιδί! Δεν το αφήνει ο μπαμπάς! Και θα το μάθαινε κι όλη η παρέα! Ο Χριστόφορος γνώριζε την Αθηνά από τότε που ήταν παιδιά. Οι γονείς του τον έστελναν μαζί με τον αδελφό του, το Νέστορα να παραθερίσει σε αυτό το απομονωμένο κάπως θέρετρο, με την απαράμιλλη ομορφιά, σχεδόν από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Κάπου- κάπου ερχόταν και αυτοί κι έμεναν λίγες μέρες. Με την Αθηνά μεγάλωναν μαζί. Όλο το χειμώνα επικοινωνούσαν κυρίως με e-mail και μηνύματα στο κινητό και στις αρχές του Ιουλίου έδιναν το ραντεβού τους στο μυστικό τους ορμητήριο. Τα καλοκαίρια του Χριστόφορου ήταν η φυγή από μια ιδιαίτερα επίπονη πραγματικότητα. Εδώ έβρισκε την αγάπη στο πρόσωπο του κυρ Νικόλα και της «μαμάς» Όλγας, που τους φρόντιζαν, τη ζεστασιά της μεσογειακής φιλοξενίας, την αγκαλιά και τη γεύση του αλατιού της θάλασσας και της αμμουδιάς, την ξενοιασιά και την ευτυχία. Εδώ δεν έφτανε το παγερό βλέμμα του πατέρα, ούτε η γεμάτη συγκατάβαση έκφραση της μητέρας – όπως είχε επιβάλει ο πατέρας να αποκαλεί τη μητριά του – αλλά μόνον τα ζεστά μάτια του Νέστορα και το γλυκό χαμόγελο της Αθηνάς.


Ο Χριστόφορος προσπάθησε να ξεχαστεί. Τα σπαστά καστανόξανθα μαλλιά του ανέμιζαν στο δυνατό αέρα, ενώ ο αφρός του κύματος τον μούσκευε ολάκερο. Τα μάτια του είχαν κολλήσει ίσα μπροστά του, στο αφρισμένο κύμα, σα να ήθελε να παλέψει μαζί του. Κι εκείνο όλο και θέριευε!Ξαφνικά ένας δυνατός θόρυβος, σαν εκκωφαντική βροντή, τον έκανε να στρέψει το βλέμμα του μέσα στη θάλασσα. Ένα ζωντανό πλάσμα φαινόταν να χάνεται στα αγριεμένα κύματα, δυο χέρια ξεχώριζαν ψηλά, σαν να ικέτευαν. «Θεέ μου, κάποιος πνίγεται!», φώναξε μέσα του, αλλά πριν προλάβει καν να κινηθεί, να βουτήξει, να σώσει το δύστυχο εκείνο θύμα των κυμάτων, το πλάσμα σηκώθηκε όρθιο και άρχισε να περπατά πάνω στο νερό, λίγο αδέξια και προσεκτικά, αλλά περπατούσε, ο Χριστόφορος ήταν σίγουρος για αυτό! …Άφωνος έμεινε να κοιτάζει την ψηλόλιγνη σιλουέτα που φαινόταν σα να μην ήξερε ποια κατεύθυνση να ακολουθήσει, κάτι σα να είχε χάσει το δρόμο ή να ήταν μεθυσμένη, αλλά – ο Χριστόφορος έπιασε το μέτωπό του – πάντα πάνω στο νερό! Το πλάσμα φάνηκε στην κορυφή ενός αφρισμένου κύματος και με μια σχεδόν επαγγελματική φιγούρα έπεσε στην αμμουδιά, πλάι στον αφρό του κύματος.

ΤΟ ΦΥΛΑΧΤΟ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ