Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

ΤΡΙΤΗ: Η Σπηλιά της Νεράιδας

«Αχ με ξέχασες μπαρμπα – Νικόλα» φώναξε το αγόρι που κατέβηκε βιαστικά στον κήπο. Η ώρα ήταν έξι κι ένα λεπτό.
Εκείνος άπλωσε το χέρι του: «Αυτό. Τίποτα περισσότερο.» Στα δάχτυλά του κρέμονταν ένα γαλάζιο μεταξωτό μαντήλι.
Ο Χριστόφορος αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την έκπληξή του. «Το μαντήλι μου εκεί!!». Θα πρέπει μάλλον να φώναξε γιατί πετάχτηκαν από την κουζίνα όλοι: ο Νέστορας με ένα ποτήρι γάλα, η μαμά Όλγα με αλεύρι στα χέρια και ο Γαυγάκιος που έστειλε ανήσυχος τα κεφάλια του σε 3 διαφορετικές κατευθύνσεις. «Αργήσαμε» αρκέστηκε να πει το αγόρι. «Η Αθηνά θα περιμένει..». Η μαμά –Όλγα βιάστηκε να ξαναμπεί στην κουζίνα και ο Νέστορας να τελειώσει το γάλα του. «Σ’ ευχαριστώ» είπε μέσα από την καρδιά του ο Χριστόφορος στο γέροντα και συνέχισε δένοντας το μαντήλι στον καρπό του «να είσαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει τίποτα να ανησυχείς…»

Ο Νέστορας τον περίμενε ήδη στην εξώπορτα με δυο τσουρεκάκια στα χέρια «Για το δρόμο..» είπε δίνοντας το ένα στον αδερφό του. Ο Γαυγάκιος ακολουθούσε μπουκωμένος κουνώντας τη φιδίσια ουρά του. «Πολύ γρήγορα προσαρμόστηκε σε όλα αυτός…» σχολίασε ο Νέστορας.
Το πρωινό ήταν υπέροχο. Παρά τον λαμπερό ήλιο που αυτή την ώρα φλέρταρε ακόμη με τη θάλασσα, βάφοντάς τη χρυσαφιά, η νυχτερινή δροσιά δεν είχε υποχωρήσει εντελώς.

Το αυτοκίνητο της Αθηνάς περίμενε ήδη στη στροφή. «Τι θα γίνει με εσάς; Συνέχεια θα αργείτε; Καλημέρα Γαυγάκιε!».

Ο Χριστόφορος ήταν ανήσυχος. Είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος και οι ελπίδες να βρει το κορίτσι ήταν μάλλον ελάχιστες. Αν δε γινόταν τίποτα και σήμερα θα έπρεπε να εγκαταλείψει τη Φοίβη και να αρχίσει να ψάχνει για το φυλαχτό. Οι μέρες είχαν γίνει εικοσιοκτώ. Οι έλικες άρχισαν να γυρίζουν και τα παιδιά έπαψαν να μιλούν. Ο Γαυγάκιος μαζεύτηκε σε ένα καλάθι. Η καινούρια εμπειρία του ήταν πολύ ευχάριστη.
«Λοιπόν η γη του πάει πολύ!» παρατήρησε ο Νέστορας.

Το ελικόπτερο σηκώθηκε ψηλά και ύστερα έπιασε την παραλία από την αρχή της. Βάρκες που είχαν ανοιχτεί στα βαθιά και πρωινοί κολυμβητές τους χαιρετούσαν. Ήταν ακόμη πολύ πρωί και η παραλία δεν είχε ζωντανέψει. Η αναζήτηση κράτησε πάνω από τρεις ώρες, χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα. Ο πιλότος σήκωσε το ελικόπτερο ψηλά. Έπρεπε να επιστρέψουν. Ο Χριστόφορος δεν έκρυβε τη στενοχώρια του. Δεν θα έψαχνε άλλο το κορίτσι. Θα έπρεπε να σκεφτεί το πού θα έβρισκε το φυλαχτό, αλλά και κάτι άλλο ακόμη πιο δύσκολο: το πώς θα το έστελνε σε εκείνους…

Ο Αρμάος βρισκόταν πια στην Αθήνα. Τον διασκέδαζε πάντα να πετάει με αεροπλάνο. Ιδιαίτερα, γιατί περνούσε απαρατήρητος από όλους τους ελέγχους. Τον ευχαριστούσε να κοροϊδεύει κι αυτός τους γήινους με τον τρόπο του. Βέβαια αν το ανακάλυπτε το αφεντικό, θα του στερούσε κι αυτή τη χαρά. Είχε νεύρα τώρα τελευταία, πολλά νεύρα. Έφτανε μάλλον η παράξενη εκείνη ώρα. Άρχισε να συμβαίνει από τότε στον Όλυμπο. «Και τώρα το καράβι..» είπε σχεδόν δυνατά, τόσο που τρόμαξε και ο ίδιος. «Θα ανεβούμε ωραία και καλά και θα κατέβουμε στο λιμάνι..»

Τα παιδιά καθόταν τώρα στον κήπο της Αθηνάς. «Και τώρα;» έθεσε την ερώτηση ο Νέστορας.
Ο Χριστόφορος άδειασε το ποτήρι με την παγωμένη βυσσινάδα και πήρε την γνωστή επιβλητική του στάση. «Αθηνά, σε χρειαζόμαστε, εσένα και το ελικόπτερό σου. Αν πάλι δεν μπορείς ή δεν θέλεις να μπεις σε αυτό το παιχνίδι, το καταλαβαίνω. Είναι δύσκολο κι επικίνδυνο.»
Η Αθηνά σηκώθηκε και βημάτιζε πάνω – κάτω. «Είμαι μαζί σου. Και για το ελικόπτερο θα το κανονίσω. Απλά Χριστόφορε, το σκέφτηκες καλά αυτό που ξεκινάς; Μήπως θα έπρεπε να ξέρει και κάποιος δικός σου την όλη ιστορία;».
«Ποιος Αθηνά;» είπε χωρίς να κρύβει κάποια πίκρα ο νέος. «Ο πατέρας μου; Ακόμη και το θείο Σάιμον δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ. Ακόμη, αν τον μπλέξω; Αν βάλω τη ζωή του σε κίνδυνο; Μήπως γι αυτό το λόγο δε διστάζω και για σένα τώρα;»
«Για μένα δεν ανησυχεί τελικά κανένας!» είπε ο Νέστορας που έκανε το ζογκλέρ με ένα μπουκαλάκι μεταλλικό νερό τόση ώρα.
«Γαυγάκιε δάγκωσέ τον!» Το κυώνι που μόλις είχε ανακαλύψει τις γάτες και τις χαρές που προσφέρει το κυνήγι τους, γάβγισε άγρια στον Νέστορα.
«Νάτος θυμήθηκε πώς να γαβγίζει..» κορόιδεψε ο Νέστορας «Και να φανταστείς ότι τον είπαμε Γαυγάκιο γιατί εκεί πάντα γάβγιζε.»
Ο Χριστόφορος σκέφτηκε ότι απέφευγε πάντα να ονομάσει την κατασκήνωση. Ο Νέστορας όμως είχε καταφέρει να απαλύνει την ατμόσφαιρα.
Η Αθηνά είχε αποφασίσει. «ΟΚ! Εμείς λοιπόν. Έπειτα είναι και ο κύριος Σταύρος. Είναι πιλότος, αλλά και σωματοφύλακάς μας – ο τέταρτος της παρέας. Θα πρέπει να του πούμε κάτι. Τόσα όμως όσα χρειάζεται. Ο μπαμπάς θα μάθει όλα όσα του πούμε, αυτό είναι το μόνο σίγουρο..».
Ο Χριστόφορος μετά από τη συμφωνία πήρε φωτιά. «Δυστυχώς ξέρουμε ελάχιστα. Θα ξεκινήσουμε από τους Δελφούς. Αν σταθούμε τυχεροί θα βρούμε κάποιο στοιχείο. Πρέπει να παραδεχτώ ότι οι πιθανότητες να έχει σωθεί ένα τέτοιο χάλκινο φυλαχτό είναι μάλλον περιορισμένες. Αλλά, αν δεν προσπαθήσω Αθηνά, θα είναι σα να τους σκοτώνω εγώ.»

«Σας ζητάνε από Ελλάδα κύριε καθηγητά» η Ματίλντε διέκοψε τον Σάιμον από τη μελέτη ενός εγκωμίου στον Ικτίνο. Χωρίς να σταματήσει το διάβασμα εκείνος σήκωσε το τηλέφωνο. Τα λόγια από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, τον έκαναν να αφήσει το διάβασμα, να βγάλει τα γυαλιά του και να πεταχτεί όρθιος. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο κάλεσε τη γραμματέα του «Ματίλντε, κλείσε εισιτήριο για Αθήνα με την πρώτη πτήση που θα βρεις….» κι έφυγε τρέχοντας από το γραφείο του. Η Ματίλντε δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ο καθηγητής ήταν ανήσυχος ή απλά ενθουσιασμένος. Σήκωσε τους ώμους της και άρχισε να ψάχνει για εισιτήριο.

«Μένει να φτιάξουμε μια ιστορία πιστευτή για τους δικούς μας. Μην ξεχνάς, εγώ ζητάω και ελικόπτερο αγκαζέ!» αστειεύτηκε η Αθηνά. Η περιπέτεια είχε ήδη ξεκινήσει για την παρέα.
Ο Χριστόφορος για λίγο σκέφτηκε τη Φοίβη «Θα ήταν κι εκείνη ανάμεσά μας. Ίσως λίγο αμήχανη και ντροπαλή… έξω από τα νερά της». Δεν επέτρεψε στον εαυτό του να συνεχίσει τις σκέψεις του αυτές. Τέντωσε το κορμί του και με πείσμα που φαινόταν μόνο στο σαγόνι του είπε «Πρέπει να τα καταφέρουμε. Προτείνω να πούμε σχεδόν την αλήθεια: ότι δηλαδή ψάχνουμε για ένα φυλαχτό που ανήκε σε κάποιο πρόγονό μου. Εξάλλου, μόνο τώρα το καλοκαίρι έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι τέτοιο. Κι επειδή δεν θέλουμε να αναλώνουμε χρόνο σε καράβια και άλλα αργά μεταφορικά μέσα, μας πρότεινες το ελικόπτερο. Νομίζεις πως θα έχει αντίρρηση ο πατέρας σου;».
«Αντίθετα, θα με επιβραβεύσει κιόλας. Ξέρεις πόσο του αρέσουν αυτά και πόσες ώρες περνάει με το θείο σου!»
Ο Χριστόφορος φάνηκε να ανησυχεί για μια στιγμή «Είναι βέβαια τα καύσιμα και τα υπόλοιπα έξοδα».
Το κορίτσι βιάστηκε να τον καθησυχάσει. «Τα βρίσκουμε αργότερα αυτά….» κι έτρεξε στο τηλέφωνο. Η συνομιλία ήταν σύντομη. Ο πατέρας της ήταν πολυάσχολος και συνήθιζε να αποφασίζει μάλλον γρήγορα. «Να ενημερώσεις το Σταύρο για να φτιάξει το πρόγραμμά του» τόνισε. «Και να με πάρει ένα τηλέφωνο».

Το Σταύρο τον εμπιστεύονταν ο εφοπλιστής και ο Σταύρος πάλι το ήξερε. Τρεις έφηβοι στους Δελφούς για να βρουν ένα αρχαίο κειμήλιο… Ο Σταύρος έπρεπε να υπολογίσει όλα τα πιθανά σενάρια. Παλιός αξιωματικός της αεροπορίας, έμπειρος στην οργάνωση αποστολών, αποστρατεύτηκε για λόγους που δεν έγιναν ποτέ γνωστοί. Γνωρίστηκε με τον πατέρα της Αθηνάς τυχαία, αλλά γρήγορα έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Εκείνος του εμπιστεύτηκε ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε για αυτόν στον κόσμο: την οικογένειά του. Ο Σταύρος αφοσιωμένος πάντα στο καθήκον, δεν απόχτησε ποτέ δική του οικογένεια. Την Αθηνά τη γνώρισε μωρό – τριών μηνών. Δέθηκε όμως μαζί της τότε που ενός έτους την είχαν απαγάγει και ζητούσαν ένα τεράστιο ποσό για να μην τη σκοτώσουν. Ο πατέρας της τρελαμένος από την αγωνία επέμενε να τα δώσουν. Ο Σταύρος πάλι έλεγε πως έτσι υπέγραφαν την καταδίκη της. Πήγε μόνος του στο ραντεβού. Γύρισε με το κορίτσι και μια σφαίρα στο δεξί του μπράτσο. Τα υπόλοιπα τα κανόνισε ο εφοπλιστής. Από τότε ο Σταύρος έβλεπε το κορίτσι. να μεγαλώνει και χαίρονταν σα να ήταν δικό του παιδί.

Πριν καλά – καλά φτάσουν τα αγόρια στο σπίτι, το κινητό του Νέστορα τους έφερε τα νέα. Η πτήση είχε οριστεί για την επόμενη το πρωί στις 7:00. Να περνούσαν να τους έπαιρναν στις 6:30; «Ναι!» έσφιξε τη γροθιά του ο Χριστόφορος.
«Νέστορα πάμε για μια βουτιά στη θάλασσα και δροσεροί – δροσεροί να βουτήξουμε μετά στο Internet;» Το αγόρι όμως ήταν μάλλον κουρασμένο. Προτίμησε να φάει και να κοιμηθεί. Ο Χριστόφορος βρίσκονταν σε υπερένταση. «Μη με ψάξεις!» είπε δίνοντας ένα πεταχτό φιλί στην μαμά Όλγα. «Θα πάω για μπάνιο στη Σπηλιά της Νεράιδας. Θα γυρίσω όμως νωρίς…»

Δύσκολα πλησίαζε κανείς στη σπηλιά. Το δρομάκι στενό και δύσβατο σε πολλά σημεία ακολουθούσε το χείλος του γκρεμού. Όσοι ήθελαν να κολυμπήσουν στη σπηλιά, πήγαιναν για σιγουριά με βάρκα μέχρις ένα σημείο, αλλά μετά έπρεπε να κολυμπήσουν ως εκεί. Πέρα από αυτούς τους δυο τρόπους δεν υπήρχε σημείο προσέγγισης. Ο Χριστόφορος ανέβαινε από το μονοπάτι. Ήταν από τα πιο ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού κι αυτό του έδινε τη σιγουριά ότι θα ήταν ο μόνος που θα απολάμβανε τα μυστήρια της σπηλιάς. Το τελευταίο σημείο ήταν το πιο δύσκολο. Ένα κομμάτι ξηράς το είχαν πάρει τα κύματα κάποιο χειμώνα. Έτσι τώρα έπρεπε να πιαστεί κανείς από τα πάνω βράχια και να κρεμαστεί από τα χέρια του. Αυτό έκανε κι ο Χριστόφορος. Στη συνέχεια με ένα σάλτο απέφυγε τα κοφτερά βράχια που ξεπρόβαλαν στα νερά από κάτω του και πάτησε τη μαλακή άμμο.

Τον τύλιξε μια ψυχρή ηρεμία. Τα νερά ήσυχα και γαλαζοπράσινα έστελναν το φως τους στο πέτρινο θόλο. Η αμμουδιά ήταν μικρή, όσο άφηνε κάθε χρόνο ο χειμώνας για να αποσταίνουν τα χειμωνιάτικα πουλιά. Ήταν όμως απαλή και χρυσαφένια και χάιδευε τα πόδια του Χριστόφορου. Η μουσική από το ΜΡ3 του αν και πολύ χαμηλή δημιουργούσε αντίλαλους πολλούς και διαφορετικούς, που έμοιαζαν να έρχονται απ’ όλα τα σημεία της. Κάθισε στην άκρη του νερού, αφηρημένος. Τα δάχτυλά του παίδευαν τον σχεδόν ανύπαρκτο αφρό, έπιαναν λεία βότσαλα και τα πέταγαν με δύναμη ως έξω σχεδόν από τη σπηλιά. Έψαξε να βρει επίπεδες πετρούλες για να κάνει «ψαράκια». Με την πρώτη κατάφερε οκτώ. Απείχε πολύ από το ρεκόρ του! Κοίταξε καλύτερα για καταλληλότερες πέτρες.
Και τότε είδε κάτι πολύ παράξενο. Το νερό καθρέφτιζε μισοκρυμμένη στην άμμο, μια κοριτσίστικη φιγούρα. Αυτόματα σήκωσε τα μάτια του να αναζητήσει την κάτοχο του ειδώλου. Κανείς. Κι όμως το είδωλο ήταν πάντα εκεί, ξαπλωμένο κι ακίνητο, μισοκρυμμένο από την άμμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου